- αμόνω
- βλ. ομόνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμόνω — και αμώνω ομνύω, ομώνω, ορκίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμόνω < ομόνω, μεταπλασμένος τ. τού ὀμνύω από τον αόρ. και μέλλ. ὤμοσα, ὀμόσω γι αυτό και η γραφή με ο (αμόνω). Η γραφή τού ρήματος ως αμώνω αναλογικά προς τα πολλά ρ. σε ώνω] … Dictionary of Greek
αμώνω — (I) ομόνω, ορκίζομαι, βλ. αμόνω. (II) ξαμώνω, τεντώνω το χέρι να φθάσω κάτι, βλ. ξαμώνω … Dictionary of Greek
(ο)μόνω — έμοσα, ορκίζομαι, αλλ. αμόνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)